- μώλυσις
- μώλυσιςimperfect boilingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μώλυσις — και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω] 1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο 2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση 3. ταχεία αύξηση σιτηρών … Dictionary of Greek
μώλυσιν — μώλυσις imperfect boiling fem acc sg μῶλυ moly neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλύσεως — μωλύσεω̆ς , μώλυσις imperfect boiling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)